- εναμιλλως
- ἐναμίλλωςἐν-ᾰμίλλωςнаравне
ἐ. τοῖς μάλιστα εὐτυχηκόσιν Isocr. — не уступая наиболее одаренным
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐ. τοῖς μάλιστα εὐτυχηκόσιν Isocr. — не уступая наиболее одаренным
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐναμίλλως — ἐνάμιλλος engaged in equal contest with adverbial ἐνάμιλλος engaged in equal contest with masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενάμιλλος — η, ο (Α ἐνάμιλλος, ον) αυτός που μπορεί να διαγωνίζεται με άλλους, εφάμιλλος, ισάξιος, ίσος, ισόπαλος. επίρρ... εναμίλλως εφάμιλλα, ισάξια, όμοια … Dictionary of Greek